- ἐλέγχεις
- ἐλέγχωdisgracepres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… … Dictionary of Greek